- περιφορᾶν
- περιφοράcarrying roundfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφοράν — περιφορά̱ν , περιφορά carrying round fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GRIPHUS — Clearcho apud Athen. προβλημά ἐςτι παιςτικὸν, προςταλτικὸν, τȏυ διὰ ζητήσεως εὑρεῖν τῇ διανοίᾳ τὸ προβληθὲν, τιμῆς ἢ ἐπιζημίου χάριν εἰρημένον, Problema est ludicrum, quo iubetur, ut vestigatione mentis, quod propositum est, inveniatur, pramii… … Hofmann J. Lexicon universale
συνεπιστρέφω — Α [ἐπιστρέφω] 1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.) 2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ… … Dictionary of Greek